ὑπαγόρευσιν

ὑπαγόρευσιν
ὑπαγόρευσις
suggestion
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προχειράριος — ὁ, Μ αυτός που γράφει καθ υπαγόρευσιν, ο γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χείρ, χειρός + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] …   Dictionary of Greek

  • υπαγόρευση — η / ὑπαγόρευσις, ορεύσεως, ΝΜΑ [ὑπαγορεύω] νεοελλ. 1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης») 2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”